καλόπιστος

καλόπιστος
-η, -ο
1. (για ανθρώπους) άνθρωπος καλής πίστεως, ειλικρινής, ευθύς, τίμιος, ανυστερόβουλος
2. (για πράξεις) αυτός που γίνεται με ειλικρινή τρόπο.
επίρρ...
καλοπίστως και καλόπιστα
με καλή πίστη, με ειλικρίνεια προθέσεων, τίμια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)-* + -πιστος (< πιστός), πρβλ. αξιό-πιστος, ευκολό-πιστος, εύ-πιστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καλόπιστος — η, ο επίρρ. α ευθύς, τίμιος: Ο καλόπιστος άνθρωπος δε λέει άλλα και κάνει άλλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εύληπτος — η, ο (ΑΜ εὔληπτος, ον) 1. αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευνόητος 2. (για ποτά, φάρμακα κ.λπ.) αυτός που λαμβάνεται εύκολα, ο εύποτος, ο καλόπιστος (α. «οὐδ εὔληπτον εῑναι τὸ ὕδωρ», Ιώσ. β. «εύληπτα φάρμακα») νεοελλ. αυτός που συλλαμβάνεται… …   Dictionary of Greek

  • καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… …   Dictionary of Greek

  • καλοπιστία — η [καλόπιστος] καλή πίστη, ευθύτητα χαρακτήρα, ειλικρίνεια προθέσεων …   Dictionary of Greek

  • προφυλάκιση — Είναι η προληπτική κράτηση του κατηγορουμένου μέχρι την ημέρα της ποινικής δίκης. Στην π. διακρίνεται η τοποθέτηση δύο μεγάλων αρχών που διέπουν την ποινική δικαιοδοσία του κράτους: της αρχής της προσωπικής ελευθερίας, που πρέπει να χαίρεται και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”