- καλόπιστος
- -η, -ο1. (για ανθρώπους) άνθρωπος καλής πίστεως, ειλικρινής, ευθύς, τίμιος, ανυστερόβουλος2. (για πράξεις) αυτός που γίνεται με ειλικρινή τρόπο.επίρρ...καλοπίστως και καλόπισταμε καλή πίστη, με ειλικρίνεια προθέσεων, τίμια.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)-* + -πιστος (< πιστός), πρβλ. αξιό-πιστος, ευκολό-πιστος, εύ-πιστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.